ξυμπροπέμψαι

ξυμπροπέμψαι
συμπροπέμπω
join in escorting
aor inf act
ξυμπροπέμψαῑ , συμπροπέμπω
join in escorting
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπροπέμπω — Α [προπέμπω] 1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους 2. μετέχω σε νεκρική πομπή 3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.) 4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῡ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”